- καθοδηγητής
- οθηλ. καθοδηγήτρια αυτός που καθοδηγεί, σύμβουλος, χειραγωγός: Θέλω να είμαι καθοδηγητής των νέων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καθοδηγητής — ο [καθοδηγώ] αυτός που καθοδηγεί, οδηγητής, ηγέτης («πολιτικός καθοδηγητής») … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
επωδός — Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα … Dictionary of Greek
ηγέτης — ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις) οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέ ομαι, ούμαι) + κατάλ. της (πρβλ. ευεργέ της, καταθέ της)] … Dictionary of Greek
ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος … Dictionary of Greek
ηγητής — ἡγητής, ὁ (Α) [ηγούμαι] καθοδηγητής, οδηγός … Dictionary of Greek
ινστρούκτορας — ο 1. δάσκαλος, εκπαιδευτικός 2. πολιτικός καθοδηγητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. instructor < λατ. instructor < instruo «εκπαιδεύω»] … Dictionary of Greek
καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… … Dictionary of Greek
κατηχητής — ο, θηλ. κατηχήτρια (AM κατηχητής) [κατηχώ] ο διδάσκαλος τών δογμάτων τής χριστιανικής πίστεως νεοελλ. 1. αυτός που προσηλυτίζει σε κάποιο δόγμα ή σε μυστική ενέργεια ή εταιρεία 2. συστηματικός καθοδηγητής κάποιου σε μια θεωρία ή δοξασία, με σκοπό … Dictionary of Greek
κολαούζος — (I) ο ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Echeneis naucrates, τού γένους εχηνηίς. (II) (Μ) και κολαούζης, ο 1. αυτός που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο τόπο, πρωτοπόρος, οδηγός («χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει») 2. έμπειρος σύμβουλος,… … Dictionary of Greek